Μια πέρδικα
καυχήστηκε (τρις) σ΄ Ανατολή και Δύση,
πώς δεν υπάρχει κυνηγός να τηνε κυνηγήσει.
Κι ο κυνηγός σαν τ΄ άκουσε (τρις) πολύ του κακοφάνη,
στένει τα δίχτυα στα βουνά, τα ξόβεργα στσι κάμποι.
Τα δίχτυα τα μεταξωτά (τρις) στ’ Άλη Πασά τη βρύση,
πάει η πέρδικα να πιει και πιάνετ΄ απ’ τη μύτη.
Χαμηλοπιάσε κυνηγέ (τρις) γιατί η ψυχή μου βγαίνει,
χαμηλοπιάνει ο κυνηγός, κάνει φτερά και φεύγει.
Κρίμα σε σένα κυνηγέ(τρις) κρίμα στην ομορφιά σου,
να φύγει τέτοια πέρδικα από την αγκαλιά σου.